- εχέγγυον
- το гарантия, поручительство; залог, заклад
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐχέγγυον — ἐχέγγυος having given masc/fem acc sg ἐχέγγυος having given neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)